Ο Βαλεντίνος και το Πτώμα της Μήλου (ή αλλιώς, Μα που χάθηκε η Αφροδίτη;)


Από το καράβι την είχε ψυλλιαστεί τη δουλειά. Γύρω του άνθρωποι. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό. Επίσης, άνθρωποι ήσυχοι. Ανησυχητικά ήσυχοι για το πλήθος τους και την ελληνική τους καταγωγή. Προφανώς, δεν τον χάλαγε. Καλό; Υπέροχο.
                «Προσοχή παρακαλώ… Παρακαλούνται οι επιβάτες προς Μήλο να ετοιμάζονται προς αποβίβαση… Το πλοίο θα αναχωρήσει άμεσα». Πήρε τον καφέ του στην πλαστική συσκευασία, την «Καθημερινή» και κατευθύνθηκε προς το γκαράζ του οχηματαγωγού.
Ο μαλάκας προφανώς κρύβεται παντού. Κι εδώ κι εκεί. Και μέσα κι έξω από το σπίτι σου. Και μέσα κι έξω από το γραφείο σου. Ο δικός μας ήταν μέσα στο πλοίο. Όχι ένας. Πολλοί. Αλλά του ιδίου στυλ που είναι αδικία στην ανθρώπινη φύση να καταταγεί ως ξεχωριστό είδος. «Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Το 0,01% των γονιδίων μάς κάνει διαφορετικούς». Παπαριά κλαρωτή. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτά τα ανθρωπόμορφα διανοητικώς υστερημένα πλάσματα ήταν διαφορετικά μεταξύ τους. Σε διαφορετικά αυτοκίνητα, ναι. Διαφορετικά όμως, όχι. Η μπουκαπόρτα ακόμη δεν είχε ανοίξει, οι δύσμοιροι ναυτικοί του πλοίου έτρεχαν από ‘δω κι από ΄κει, κι ο σκατοκέφαλος τουρίστας του Δεκαπενταύγουστου είχε ανοίξει τη μηχανή του αυτοκινήτου ξερνώντας διοξείδιο του άνθρακος και συναφείς ρύπους.  Έτσι, για να μην ξεχνιέται από τη αβάσταχτη δυσώδη καθημερινότητά του στο «κλεινόν άστυ».
Αφού περίμενε υπομονετικά να περάσουν τα θηριώδη Q5, X5, M-Class των απανταχού αγανακτισμένων κι ελληνικής υφής κολασμένων, οδήγησε το φτωχικό του ιαπωνικό θαύμα των 1200 κυβικών και των 135 ευρώ τελών κυκλοφορίας στην προβλήτα ή «στον προβλήτα» κατά τον συνάδελφο υπαξιωματικό από το νησί που προφανώς ουδέποτε θα είχε προλάβει να αναρωτηθεί για το γένος του εν λόγω ουσιαστικού διότι το ξύσιμο από αρχαιοτάτων χρόνων κατατρώγει μυρικαστικώς το – όποιο – μυαλό περισσότερο κι από τον αυνανισμό.
Μια μέρα νωρίτερα είχε χτυπήσει το υπηρεσιακό στο Ανθρωποκτονιών. 8 Αυγούστου 2012. Ειδήσεις δεν υπάρχουν τον Αύγουστο, λένε. Τον γκαντέμη δεν τον ρώτησε κανείς, από την άλλη δεν έχει ακουστεί να το λένε.
Τον φετινό Αύγουστο έσπασε ο διάβολος το ποδάρι του και οι Κυκλάδες είναι λίγο πιο ήρεμες από το Σικάγο του 1900. Δολοφονία στη Σύρο, σούτια στη Σύρο πάλι, ξυλοδαρμός (τουλάχιστον) της δεκαπεντάχρονης στην Πάρο, αιματηρή ληστεία στην Πάρο πάλι, οι αξιωματικοί του 6ου στην Αλεξάνδρας προσεύχονταν πιο συχνά κι από τον Αντώνη πριν γίνει πρωθυπουργός να μην χτυπήσει το γαμήδι κι αφορά σε κάναν άλλο φόνο. Άδειες είχαν ανακληθεί, ο υπουργός κόντευε να τους ακολουθήσει και στον καμπινέ, οι κάμερες με τα τσιμπούρια από κάτω, από τον ένδοξο καιρό του Χρυσοχοΐδη και του Κουφοντίνα είχαν να νιώσουν στο πετσί τους τέτοια πίεση μες στο κατακαλόκαιρο.
Νεκρή η γυναίκα ιδιοκτήτη καφετέριας στον Αδάμαντα, ανέφερε η πηγή. Το πτώμα βρέθηκε με επτά μαχαιριές στο στήθος και στην κοιλιακή χώρα σε μια δυσπρόσιτη παραλία. Η σωρός είχε μεταφερθεί στα εγκληματολογικά εργαστήρια της Αθήνας.
«Γιώργο, φεύγεις για Μήλο με το πρωϊνό». Στην άλλη άκρη ο προϊστάμενος.
«Μα…».
«Μάνικες. Καλό ταξίδι».
Έκλεισε το τηλέφωνο. Σηκώθηκε από την καρέκλα, άναψε ένα τσιγάρο, σήκωσε τις περσίδες και πήγε δίπλα. Στον Ισίδωρο. Πέντε χρόνια τον είχε δίπλα του. Από τότε που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή. Ο Ίζι, όπως τον έλεγε, ήταν το επαγγελματικό alter ego του. Τον μύριζε προτού να κλάσει. Τον άκουγε πριν καν σκεφτεί.
Ένα γκρίζο νέφος καπνού Παπαστράτος διαχώριζε τους δύο άντρες. Ο άνωθεν διάλογος επαναλήφτηκε με μικρές επουσιώδεις διαφορές μια εκ’ των οποίων ήταν η προστακτική στον πρώτο πληθυντικό. Τουτέστιν, «φεύγουμε».
Το βράδυ, μια βόλτα στο νεκροτομείο.
Αφροδίτη Μπαμπανιώτη. Πανέμορφη ξανθιά ύπαρξη με ομοιόμορφο σοκολατένιο χρώμα. Μεγαλόσωμη, ψηλή γύρω στο 1.75, με μεγάλα στήθη και ανοιχτές πλάτες. Έφερε τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο, προφανώς μαχαίρι, τα οποία ο δράστης της τα κατάφερε με φορά από πάνω προς τα κάτω. Αμυδρά σημάδια στο λαιμό της, υποδείκνυαν κάποιας μορφής πάλη. Πιθανόν, πήγε να την αιφνιδιάσει την ώρα που κοιμόταν ή ήταν ξαπλωμένη στην παραλία και μετά εκείνη αντέδρασε και σηκώθηκε όρθια. Ο χρόνος του θανάτου της υπολογίζεται κατά τις 07:10 το πρωί όταν η παραλία ήταν ακόμη άδεια από κόσμο. 
Πέμπτη, 9 Αυγούστου. Αδάμαντας. Μηχανές με τους αναβάτες τους καρτερούν μπροστά στο λιμάνι τις συνεπιβάτισσες. Αυτοκίνητα με τους οδηγούς, τις συνοδηγούς τους. Ποτέ άλλοτε ένα πλοίο δεν ξέρασε τόσο ερωτισμό μαζεμένο, όσο εδώ. Καθ’ οδόν προς την Πλάκα διαπίστωσε πως ο ερωτισμός δεν ήταν απλώς συγκεντρωμένος. Ήταν ένα εξαγώγιμο προιόν. Όπως το ξυνόγαλο στο χωριό του, ένα πράμα. Ένα εμπορικά εκμεταλλεύσιμο μέχρι χυδαιότητας κι εμετικής προσβολής του ανωτέρου ίσως των συναισθημάτων των ανθρώπων, προιόν. Του έρωτα. Του αγνού έρωτα.
Απεχθούς μωβ απόχρωσης καναπέδες που έκαναν τα Starbucks να κοκκινίζουν από ντροπή, αρκουδάκια και ξανά αυτό το απαίσιο πεθαμενατζίδικο μωβ στα συμπαθητικής κατά τ’ άλλα αισθητικής σκάφη που κάνουν το γύρο του νησιού, τοπικοί οίκοι μόδας και φωτογραφεία που καλούν τους ανά τον κόσμο ερωτευμένους να κάνουν τον γάμο τους στη Μήλο με κοτζάμ να, παγωμένα χαμόγελα να σε κοιτάνε πίσω από τις τζαμαρίες και δώσ’ του νύφες και δώσ’ του γαμπροί και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Ένα νησί που θα έκανε τον Άγιο Βαλεντίνο να κλαίει από συγκίνηση και να εποφθαλμιά ακόμη και την θέση της Δεξιάς του Κυρίου.
Πέμπτη μεσημέρι στην Πλάκα. Περπάτησαν με τον Ίζι και τον τοπικό ΥΠΑΞ στα πανέμορφα γραφικά στενά της χώρας μέχρι να φτάσουν στην οικία του κυρίου Μπαμπανιώτη.
«Η γυναίκα σας είχε οποιεσδήποτε διαφορές με άλλους ανθρώπους;».
«Όχι, κύριε αστυνόμε. Από όσο γνωρίζω, όχι».
«Την ακούσατε ποτέ να σας εκφράσει φόβους για κάτι που την απασχολούσε;».
«Όχι, ουδέποτε».
«Εσείς;».
«Τι εγώ;».
«Συναναστροφές, διαφορές με άλλους ανθρώπους;».
«Όχι, όχι… Τίποτα».
«Η μεταξύ σας σχέση πως ήταν;».
«Μια χαρά, δεν περίμενα κάτι τέτοιο».
«Πόσα χρόνια ήσαστε παντρεμένοι;».
«Τέσσερα. Στις 23 του Αυγούστου θα κλείναμε τα τέσσερα».
«Πόσα χρόνια διαφορά ηλικίας είχατε;».
«Είκοσι δύο. Όταν τη γνώρισα, πριν πέντε χρόνια, εκείνη ήταν δεκαεννιά κι εγώ σαράντα ένα».
«Η καταγωγή σας;».
«Από ‘δω. Απ’ την Τρυπητή».
«Κι η γυναίκα σας;».
«Από ‘δω κι αυτή».
«Φαντάζομαι η κοινωνία της Μήλου δεν είναι δα και τόσο μεγάλη ώστε να τη γνωρίσετε στα 19 της χρόνια». Πετάχτηκε ο Ίζι.
Το μουστάκι του κυρίου Μπαμπανιώτη σάλεψε. Έκανε να σηκωθεί από την ξύλινη καρέκλα αλλά η ογκώδης κοιλιά του δεν του το επέτρεψε παρά με την τρίτη προσπάθεια.
«Η γνωριμία σας ήταν προϊόν συνοικεσίου κ. Μπαμπανιώτη;». Ο Ίζι πυροβολούσε με ρυθμό οπλοπολυβόλου.
«Ναι. Ποτέ της δεν το δέχτηκε. Και τώρα, το μετανιώνω».
«Υποψιάζεστε κάποιον κ. Μπαμπανιώτη;».
«Όχι, μα το Θεό, όχι! Δεν ξέρω ποιος της έκανε τούτο το κακό! Την αγαπούσα κύριε αστυνόμε!».
«Συνήθιζε να πηγαίνει μόνη της για μπάνιο;».
«Την καλοκαιρινή περίοδο και ιδιαίτερα αυτές τις μέρες του Αυγούστου που πέφτει πολλή δουλειά στο μαγαζί, ναι, πήγαινε μόνη της. Όχι καθημερινά, αλλά τρεις – τέσσερις φορές την εβδομάδα».
«Και τόσο πρωινές ώρες;».
«Αυτό δεν το ξέρω. Εγώ ξυπνούσα γύρω στις 6 και κατέβαινα στο μαγαζί για να το ‘χω έτοιμο για τους πρώτους τουρίστες της μέρας».
«Σας ευχαριστώ και… συλλυπητήρια κ. Μπαμπανιώτη».
Άναψε τσιγάρο. Κάτω από τους 30φεύγα βαθμούς και τον ήλιο σε κάθετη στάση, η φωτιά του τσιγάρου δεν προσφέρει κι αυτό που λέμε δροσιά.
«Φύγαμε για Φισκάρδο!».
«Τσιγκράδο εννοείτε κ. αστυνόμε». Γατόνι ο λόκαλ ΥΠΑΞ.
«Αυτό, ναι».
Κινούμενοι στους δρόμους του νησιού, η εικόνα είχε αρχίσει να βελτιώνεται κάπως. Τα ηφαιστειακά πετρώματα του νησιού, η γλυκύτατα απαστράπτουσα λευκή ζώνη των τριών πόλων, της Πλάκας, των Πλακών και της Τρυπητής, που σφιχταγκάλιαζε το άγονο έδαφος των δύο λόφων, όπως η λευκή νυχτικιά το γυμνό, άνυδρο κορμί μιας Αφροδίτης, καθώς και το κρυστάλλινο βαθύ γαλάζιο του Αιγαίου στο βάθος, τον έκαναν να συλλογιστεί πως «ναι, διάβολε, έχει την Αφροδίτη του αυτός ο τόπος, την ομορφιά της, την ανάσα της, το άγγιγμά της κι όχι μόνο τον μαλάκα τον Βαλεντίνο!».
Η σκόνη έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Τα 120 άλογα του κυανόλευκου Xsara δε μασούσαν από πέτρες κι ανηφόρες, μα το αιρ-κοντίσιον ήταν χαλασμένο κάτι μήνες τώρα. Σημάδια πτώχευσης μιας άλλοτε κραταιάς χώρας. Ξέρετε, εκείνης που έδωσε το Φως του Πολιτισμού στους πίθηκους, που διοργάνωσε τους καλύτερους Ολυμπιακούς της Ιστορίας, μπλα, μπλα, μπλα…
«Αστυνόμε, σας περιμένει δύσκολη κατάβαση. Από σχοινιά και βράχους πως τα πάτε;».
«Γιατί;».
«Κοιτάξτε εδώ!».
Και κοίταξε. Και ξανακοίταξε. Ξεφύσηξε.
«Να πάτε να γαμηθείτε! Εγώ δεν κατεβαίνω. Να φέρει φουσκωτό το Λιμενικό».
«Είναι στην Πάρο κ. αστυνόμε. Για τη ληστεία στην Alpha».
Κοίταξε από ψηλά. Ένας τεράστιος βράχος ύψους 7-8 μέτρων, που λες και τον είχε κόψει στη μέση ο Μωυσής και στο ενδιάμεσο ένα κάθετο πέρασμα πλάτους 50 εκατοστών με σχοινιά και μικρά ξύλινα σκαλάκια. Από κάτω; Η αμμουδιά και τα γαλαζοπράσινα νερά. Έπρεπε να κατέβει.
Μικρές εκδορές στα χέρια, τους αγκώνες και ένα σκίσιμο στο παντελόνι το υπηρεσιακό ήταν οι συνέπειες της κατάβασης.
Ο χώρος είχε αποκλειστεί με κόκκινες κορδέλες.
Αποξηραμένες κηλίδες αίματος οριοθετούσαν το σημείο που βρέθηκε νεκρή η κοπέλα. Μια γόπα, ένα κουτάκι μπύρας, άμμος και πατημασιές γυμνού ποδιού τριγύρω.
«Μαζέψτε τα και στείλτε τα για DNA. Ίζι, βλέπεις τις πατημασιές;».
«Ναι».
«Και σκέφτεσαι ότι σκέφτομαι;».
«Μάλιστα».
«Ακούω».
«37, το πολύ 38».
«Ακριβώς. Οπότε;».
«Παιδί. Ή…».
«Γυναίκα!».
Έβγαλε το κινητό του. Έκανε την κλήση, αλλά εκείνη δεν ήταν εφικτή.
«Τελειώσαμε. Πάμε για ανάβαση! Και μετά θέλω να με πας στα “Μηλεϊκά Νέα”».
Σε μια ώρα ήταν στα γραφεία της τοπικής εφημερίδας.
«Θέλω να μου μιλήσετε ως δημοσιογράφος πρώτα κι έπειτα ως συγγενής κυρία Ναυπλιώτου. Γνωρίζατε καλά την εξαδέρφη σας;».
«Ναι, πολύ καλά. Ήταν κόρη του συγχωρεμένου του θείου μου. Όταν εκείνος μας άφησε, ο πατέρας μου πήρε κοντά μας και την Αφροδίτη και τη μάνα της».
«Ήταν ευτυχισμένη στο γάμο της; Θέλω ειλικρινή απάντηση».
Ένα κόμπιασμα. Και μετά:
«Όχι. Απολύτως, όχι».
«Για τους ευνόητους λόγους, προφανώς».
«Ακριβώς».
«Μήπως όμως υπήρχαν και κάποιοι άλλοι, λιγότερο ευνόητοι, λόγοι; Λόγοι που ένας συγγενής δύσκολα μπορεί να γνώριζε, μα μία δημοσιογράφος σε μια κλειστή κοινωνία ευκολότερα;».
«Τι εννοείτε κύριε αστυνόμε;».
«Γνωρίζατε για τις σεξουαλικές προτιμήσεις της αποθανούσης;».
«Τι λέτε; Δεν καταλαβαίνω! Και δε σας επιτρέπω!».
«Κοιτάξτε να δείτε κ. Ναυπλιώτου. Ο τρόπος της δολοφονίας και κάποια ευρήματα στο χώρο, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί εγκλήματος ερωτικού πάθους και ότι αυτό συνετελέσθη από γυναίκα. Αν θέλετε, λέω αν, να βρεθεί ο δολοφόνος της εξαδέλφης σας πρέπει να με βοηθήσετε».
«Τι εννοείτε, λέγοντας “αν θέλω”; Εσείς λέτε να μην θέλω να βρεθεί ο δολοφόνος της Αφροδίτης;».
«Γι’ αυτό μιλήστε μου. Τώρα».
«Δεν έχω ιδέα για αυτά που μου λέτε κύριε αστυνόμε».
«Πολύ καλά. Σκεφτείτε καλύτερα και πάρτε με τηλέφωνο εδώ», της είπε τείνοντάς της το χέρι του με μια κάρτα.
Δυο ώρες και δεκατρία τσιγάρα αργότερα.
«Γιώργο, άκου λίγο αυτό που ψάρεψα στο google. “Λεσβιακό όργιο στη Μήλο με θέα την Πανσέληνο. Οργιάζουν οι φήμες στο όμορφο νησί των Κυκλάδων”. Ημερομηνία 27/08/2010». Ήταν ο συνάδελφος Μπαξεβάνης από την Αθήνα.
«Στείλ’ το μου με φαξ στο νησί. Ευχαριστώ».
Εννιά τσιγάρα αργότερα, ξανά στα «Μηλεϊκά Νέα».
«Κυρία Ναυπλιώτου, θέλω να μιλήσω με την κυρία Νικολαΐδη. Γνωρίζω ότι εργάζεται στην εφημερίδα σας».
«Λυπάμαι… Βρίσκεται σε άδεια».
«Μπορώ να έχω τη διεύθυνση της οικίας της;».
«Ασφαλώς», είπε κι έπιασε χαρτί και μολύβι.
 Πέντε τσιγάρα αργότερα, το κουδούνι χτυπούσε.
«Η κυρία Νικολαΐδη;».
«Απουσιάζει σε άδεια». Η μητέρα της με έκδηλη την άγνοια στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο.
«Πότε έφυγε και για πού;».
«Χτες αλλά δε μου είπε που πάει».
«Ευχαριστώ κυρία μου».
Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Το κινητό του βγήκε από τη τσέπη του παντελονιού του.
«Καλησπέρα, ο Γιώργος είμαι. Τηλεφωνώ από Μήλο. Ετοιμάστε ένα ένταλμα σύλληψης. Σοφία Νικολαΐδη του Γρηγορίου».


*Οποιαδήποτε ομοιότητα με ονόματα και πρόσωπα της πραγματικότητας είναι απολύτως συμπτωματική. 

''Which skeleton is hidden in my closet?''

oil on canvas - 55 x 40 cm

The inspiration of this painting was an Allen Ginsberg's poem, where at some point he says:

''Beauty, truth, revolution...Which sceleton is hidden in my closet...''

I found this rhyme, really inspiring and I decided to try to represent it on a canvas. The curtain without a window represents the irrationality of the forms of society and consequently of the human species.